Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μειρακιεύομαι
μειράκιον
μειρακιόομαι
μειρακίσκη
μειρακίσκος
μειρακιώδης
μειρακιωδία
μειρακύλλιον
μεῖραξ
μείρομαι
μείρομαι2
μείς
μεῖστος
μείωμα
μείων
μειώνυμος
μείωσις
μειωτέον
μειώτης
μειωτικός
μειωτός
View word page
μείρομαι2
[wish for > ἱμείρομαι]

ShortDef

to receive as one's portion
[wish for > ἱμείρομαι]

Debugging

Headword:
μείρομαι2
Headword (normalized):
μείρομαι
Headword (normalized/stripped):
μειρομαι2
IDX:
55281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55282
Key:

Data

{'content': '[wish for > ἱμείρομαι]'}