Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μειόω
μειρακιεία
μειρακιεξαπάτης
μειρακιεύομαι
μειράκιον
μειρακιόομαι
μειρακίσκη
μειρακίσκος
μειρακιώδης
μειρακιωδία
μειρακύλλιον
μεῖραξ
μείρομαι
μείρομαι2
μείς
μεῖστος
μείωμα
μείων
μειώνυμος
μείωσις
μειωτέον
View word page
μειρακύλλιον
a mere lad
ShortDef
a mere lad
Debugging
Headword:
μειρακύλλιον
Headword (normalized):
μειρακύλλιον
Headword (normalized/stripped):
μειρακυλλιον
IDX:
55278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55279
Key:
Data
{'content': 'a mere lad'}