Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μειόφρων
μειόω
μειρακιεία
μειρακιεξαπάτης
μειρακιεύομαι
μειράκιον
μειρακιόομαι
μειρακίσκη
μειρακίσκος
μειρακιώδης
μειρακιωδία
μειρακύλλιον
μεῖραξ
μείρομαι
μείρομαι2
μείς
μεῖστος
μείωμα
μείων
μειώνυμος
μείωσις
View word page
μειρακιωδία
boyishness

ShortDef

boyishness

Debugging

Headword:
μειρακιωδία
Headword (normalized):
μειρακιωδία
Headword (normalized/stripped):
μειρακιωδια
IDX:
55277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55278
Key:

Data

{'content': 'boyishness'}