Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μειότης
μειόφρων
μειόω
μειρακιεία
μειρακιεξαπάτης
μειρακιεύομαι
μειράκιον
μειρακιόομαι
μειρακίσκη
μειρακίσκος
μειρακιώδης
μειρακιωδία
μειρακύλλιον
μεῖραξ
μείρομαι
μείρομαι2
μείς
μεῖστος
μείωμα
μείων
μειώνυμος
View word page
μειρακιώδης
becoming a youth, youthful

ShortDef

becoming a youth, youthful

Debugging

Headword:
μειρακιώδης
Headword (normalized):
μειρακιώδης
Headword (normalized/stripped):
μειρακιωδης
IDX:
55276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55277
Key:

Data

{'content': 'becoming a youth, youthful'}