Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μειοπυρεξία
μειότης
μειόφρων
μειόω
μειρακιεία
μειρακιεξαπάτης
μειρακιεύομαι
μειράκιον
μειρακιόομαι
μειρακίσκη
μειρακίσκος
μειρακιώδης
μειρακιωδία
μειρακύλλιον
μεῖραξ
μείρομαι
μείρομαι2
μείς
μεῖστος
μείωμα
μείων
View word page
μειρακίσκος
a lad, stripling

ShortDef

a lad, stripling

Debugging

Headword:
μειρακίσκος
Headword (normalized):
μειρακίσκος
Headword (normalized/stripped):
μειρακισκος
IDX:
55275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55276
Key:

Data

{'content': 'a lad, stripling'}