Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μειονεξία
μειοπυρεξία
μειότης
μειόφρων
μειόω
μειρακιεία
μειρακιεξαπάτης
μειρακιεύομαι
μειράκιον
μειρακιόομαι
μειρακίσκη
μειρακίσκος
μειρακιώδης
μειρακιωδία
μειρακύλλιον
μεῖραξ
μείρομαι
μείρομαι2
μείς
μεῖστος
μείωμα
View word page
μειρακίσκη
a little girl
ShortDef
a little girl
Debugging
Headword:
μειρακίσκη
Headword (normalized):
μειρακίσκη
Headword (normalized/stripped):
μειρακισκη
IDX:
55274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55275
Key:
Data
{'content': 'a little girl'}