Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μειονεκτικός
μειονεξία
μειοπυρεξία
μειότης
μειόφρων
μειόω
μειρακιεία
μειρακιεξαπάτης
μειρακιεύομαι
μειράκιον
μειρακιόομαι
μειρακίσκη
μειρακίσκος
μειρακιώδης
μειρακιωδία
μειρακύλλιον
μεῖραξ
μείρομαι
μείρομαι2
μείς
μεῖστος
View word page
μειρακιόομαι
become a μειράκιον, reach puberty

ShortDef

become a μειράκιον, reach puberty

Debugging

Headword:
μειρακιόομαι
Headword (normalized):
μειρακιόομαι
Headword (normalized/stripped):
μειρακιοομαι
IDX:
55273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55274
Key:

Data

{'content': 'become a μειράκιον, reach puberty'}