Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μειονεκτέω
μειονεκτικός
μειονεξία
μειοπυρεξία
μειότης
μειόφρων
μειόω
μειρακιεία
μειρακιεξαπάτης
μειρακιεύομαι
μειράκιον
μειρακιόομαι
μειρακίσκη
μειρακίσκος
μειρακιώδης
μειρακιωδία
μειρακύλλιον
μεῖραξ
μείρομαι
μείρομαι2
μείς
View word page
μειράκιον
a boy, lad, stripling

ShortDef

a boy, lad, stripling

Debugging

Headword:
μειράκιον
Headword (normalized):
μειράκιον
Headword (normalized/stripped):
μειρακιον
IDX:
55272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55273
Key:

Data

{'content': 'a boy, lad, stripling'}