Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεῖον
μειονεκτέω
μειονεκτικός
μειονεξία
μειοπυρεξία
μειότης
μειόφρων
μειόω
μειρακιεία
μειρακιεξαπάτης
μειρακιεύομαι
μειράκιον
μειρακιόομαι
μειρακίσκη
μειρακίσκος
μειρακιώδης
μειρακιωδία
μειρακύλλιον
μεῖραξ
μείρομαι
μείρομαι2
View word page
μειρακιεύομαι
to play the boy

ShortDef

to play the boy

Debugging

Headword:
μειρακιεύομαι
Headword (normalized):
μειρακιεύομαι
Headword (normalized/stripped):
μειρακιευομαι
IDX:
55271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55272
Key:

Data

{'content': 'to play the boy'}