Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μειλιχώδης
μεῖον
μειονεκτέω
μειονεκτικός
μειονεξία
μειοπυρεξία
μειότης
μειόφρων
μειόω
μειρακιεία
μειρακιεξαπάτης
μειρακιεύομαι
μειράκιον
μειρακιόομαι
μειρακίσκη
μειρακίσκος
μειρακιώδης
μειρακιωδία
μειρακύλλιον
μεῖραξ
μείρομαι
View word page
μειρακιεξαπάτης
a boy-cheater

ShortDef

a boy-cheater

Debugging

Headword:
μειρακιεξαπάτης
Headword (normalized):
μειρακιεξαπάτης
Headword (normalized/stripped):
μειρακιεξαπατης
IDX:
55270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55271
Key:

Data

{'content': 'a boy-cheater'}