Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μείλιχος
μειλιχώδης
μεῖον
μειονεκτέω
μειονεκτικός
μειονεξία
μειοπυρεξία
μειότης
μειόφρων
μειόω
μειρακιεία
μειρακιεξαπάτης
μειρακιεύομαι
μειράκιον
μειρακιόομαι
μειρακίσκη
μειρακίσκος
μειρακιώδης
μειρακιωδία
μειρακύλλιον
μεῖραξ
View word page
μειρακιεία
boyish mischief
ShortDef
boyish mischief
Debugging
Headword:
μειρακιεία
Headword (normalized):
μειρακιεία
Headword (normalized/stripped):
μειρακιεια
IDX:
55269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55270
Key:
Data
{'content': 'boyish mischief'}