Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μειλιχόμειδος
μείλιχος
μειλιχώδης
μεῖον
μειονεκτέω
μειονεκτικός
μειονεξία
μειοπυρεξία
μειότης
μειόφρων
μειόω
μειρακιεία
μειρακιεξαπάτης
μειρακιεύομαι
μειράκιον
μειρακιόομαι
μειρακίσκη
μειρακίσκος
μειρακιώδης
μειρακιωδία
μειρακύλλιον
View word page
μειόω
to make smaller, to lessen, moderate

ShortDef

to make smaller, to lessen, moderate

Debugging

Headword:
μειόω
Headword (normalized):
μειόω
Headword (normalized/stripped):
μειοω
IDX:
55268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55269
Key:

Data

{'content': 'to make smaller, to lessen, moderate'}