Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μειλιχίη
μειλίχιος
μειλιχόβουλος
μειλιχόγηρυς
μειλιχόδωρος
μειλιχόθυμος
μειλιχόμειδος
μείλιχος
μειλιχώδης
μεῖον
μειονεκτέω
μειονεκτικός
μειονεξία
μειοπυρεξία
μειότης
μειόφρων
μειόω
μειρακιεία
μειρακιεξαπάτης
μειρακιεύομαι
μειράκιον
View word page
μειονεκτέω
to have too little, to be poor
ShortDef
to have too little, to be poor
Debugging
Headword:
μειονεκτέω
Headword (normalized):
μειονεκτέω
Headword (normalized/stripped):
μειονεκτεω
IDX:
55262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55263
Key:
Data
{'content': 'to have too little, to be poor'}