Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μειλιχία
μειλιχιεῖον
μειλιχίη
μειλίχιος
μειλιχόβουλος
μειλιχόγηρυς
μειλιχόδωρος
μειλιχόθυμος
μειλιχόμειδος
μείλιχος
μειλιχώδης
μεῖον
μειονεκτέω
μειονεκτικός
μειονεξία
μειοπυρεξία
μειότης
μειόφρων
μειόω
μειρακιεία
μειρακιεξαπάτης
View word page
μειλιχώδης
gentle

ShortDef

gentle

Debugging

Headword:
μειλιχώδης
Headword (normalized):
μειλιχώδης
Headword (normalized/stripped):
μειλιχωδης
IDX:
55260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55261
Key:

Data

{'content': 'gentle'}