Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μειλίχη
μειλιχία
μειλιχιεῖον
μειλιχίη
μειλίχιος
μειλιχόβουλος
μειλιχόγηρυς
μειλιχόδωρος
μειλιχόθυμος
μειλιχόμειδος
μείλιχος
μειλιχώδης
μεῖον
μειονεκτέω
μειονεκτικός
μειονεξία
μειοπυρεξία
μειότης
μειόφρων
μειόω
μειρακιεία
View word page
μείλιχος
gentle, kind

ShortDef

gentle, kind

Debugging

Headword:
μείλιχος
Headword (normalized):
μείλιχος
Headword (normalized/stripped):
μειλιχος
IDX:
55259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55260
Key:

Data

{'content': 'gentle, kind'}