Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μειλικτός
μείλιξις
μειλίσσω
μειλίχη
μειλιχία
μειλιχιεῖον
μειλιχίη
μειλίχιος
μειλιχόβουλος
μειλιχόγηρυς
μειλιχόδωρος
μειλιχόθυμος
μειλιχόμειδος
μείλιχος
μειλιχώδης
μεῖον
μειονεκτέω
μειονεκτικός
μειονεξία
μειοπυρεξία
μειότης
View word page
μειλιχόδωρος
giving pleasing gifts

ShortDef

giving pleasing gifts

Debugging

Headword:
μειλιχόδωρος
Headword (normalized):
μειλιχόδωρος
Headword (normalized/stripped):
μειλιχοδωρος
IDX:
55256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55257
Key:

Data

{'content': 'giving pleasing gifts'}