Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μείλια
μείλιγμα
μειλικτήριος
μειλικτός
μείλιξις
μειλίσσω
μειλίχη
μειλιχία
μειλιχιεῖον
μειλιχίη
μειλίχιος
μειλιχόβουλος
μειλιχόγηρυς
μειλιχόδωρος
μειλιχόθυμος
μειλιχόμειδος
μείλιχος
μειλιχώδης
μεῖον
μειονεκτέω
μειονεκτικός
View word page
μειλίχιος
gentle, mild, soothing

ShortDef

gentle, mild, soothing

Debugging

Headword:
μειλίχιος
Headword (normalized):
μειλίχιος
Headword (normalized/stripped):
μειλιχιος
IDX:
55253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55254
Key:

Data

{'content': 'gentle, mild, soothing'}