Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μειδίαμα
Μειδίας
μειδιαστικός
μειζονάκις
μειζονία
μειζονότης
μείλγμα
μείλια
μείλιγμα
μειλικτήριος
μειλικτός
μείλιξις
μειλίσσω
μειλίχη
μειλιχία
μειλιχιεῖον
μειλιχίη
μειλίχιος
μειλιχόβουλος
μειλιχόγηρυς
μειλιχόδωρος
View word page
μειλικτός
mingled

ShortDef

mingled

Debugging

Headword:
μειλικτός
Headword (normalized):
μειλικτός
Headword (normalized/stripped):
μειλικτος
IDX:
55246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55247
Key:

Data

{'content': 'mingled'}