Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μείδημα
μειδίαμα
Μειδίας
μειδιαστικός
μειζονάκις
μειζονία
μειζονότης
μείλγμα
μείλια
μείλιγμα
μειλικτήριος
μειλικτός
μείλιξις
μειλίσσω
μειλίχη
μειλιχία
μειλιχιεῖον
μειλιχίη
μειλίχιος
μειλιχόβουλος
μειλιχόγηρυς
View word page
μειλικτήριος
able to soothe

ShortDef

able to soothe

Debugging

Headword:
μειλικτήριος
Headword (normalized):
μειλικτήριος
Headword (normalized/stripped):
μειλικτηριος
IDX:
55245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55246
Key:

Data

{'content': 'able to soothe'}