Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μείγνυμι
μειδάμων
μειδάω
μείδημα
μειδίαμα
Μειδίας
μειδιαστικός
μειζονάκις
μειζονία
μειζονότης
μείλγμα
μείλια
μείλιγμα
μειλικτήριος
μειλικτός
μείλιξις
μειλίσσω
μειλίχη
μειλιχία
μειλιχιεῖον
μειλιχίη
View word page
μείλγμα
that which soothes
ShortDef
that which soothes
Debugging
Headword:
μείλγμα
Headword (normalized):
μείλγμα
Headword (normalized/stripped):
μειλγμα
IDX:
55242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55243
Key:
Data
{'content': 'that which soothes'}