Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μειαγωγός
μείγνυμι
μειδάμων
μειδάω
μείδημα
μειδίαμα
Μειδίας
μειδιαστικός
μειζονάκις
μειζονία
μειζονότης
μείλγμα
μείλια
μείλιγμα
μειλικτήριος
μειλικτός
μείλιξις
μειλίσσω
μειλίχη
μειλιχία
μειλιχιεῖον
View word page
μειζονότης
greater magnitude

ShortDef

greater magnitude

Debugging

Headword:
μειζονότης
Headword (normalized):
μειζονότης
Headword (normalized/stripped):
μειζονοτης
IDX:
55241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55242
Key:

Data

{'content': 'greater magnitude'}