Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μειαγωγέω
μειαγωγός
μείγνυμι
μειδάμων
μειδάω
μείδημα
μειδίαμα
Μειδίας
μειδιαστικός
μειζονάκις
μειζονία
μειζονότης
μείλγμα
μείλια
μείλιγμα
μειλικτήριος
μειλικτός
μείλιξις
μειλίσσω
μειλίχη
μειλιχία
View word page
μειζονία
office of a μείζων (cf. μέγας c.1)

ShortDef

office of a μείζων (cf. μέγας c.1)

Debugging

Headword:
μειζονία
Headword (normalized):
μειζονία
Headword (normalized/stripped):
μειζονια
IDX:
55240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55241
Key:

Data

{'content': 'office of a μείζων (cf. μέγας c.1)'}