Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναγκοφαγέω
ἀναγκοφαγία
ἀναγκοφορέω
ἀνάγκυλος
ἀναγλυκαίνω
ἀναγλυφή
ἀνάγλυφος
ἀναγλύφω
ἀναγνάμπτω
ἀναγνεία
ἀνάγνιστος
ἄναγνος
ἀναγνωρίζω
ἀναγνώρισις
ἀναγνώρισμα
ἀναγνωρισμός
ἀναγνωριστικός
ἀναγνωσείω
ἀνάγνωσις
ἀνάγνωσμα
ἀναγνωστέον
View word page
ἀνάγνιστος
unpurified, unexpiated

ShortDef

unpurified, unexpiated

Debugging

Headword:
ἀνάγνιστος
Headword (normalized):
ἀνάγνιστος
Headword (normalized/stripped):
αναγνιστος
IDX:
5523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5524
Key:

Data

{'content': 'unpurified, unexpiated'}