Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεθύω
Μεθώνη
μειαγωγέω
μειαγωγός
μείγνυμι
μειδάμων
μειδάω
μείδημα
μειδίαμα
Μειδίας
μειδιαστικός
μειζονάκις
μειζονία
μειζονότης
μείλγμα
μείλια
μείλιγμα
μειλικτήριος
μειλικτός
μείλιξις
μειλίσσω
View word page
μειδιαστικός
conducive to smiling

ShortDef

conducive to smiling

Debugging

Headword:
μειδιαστικός
Headword (normalized):
μειδιαστικός
Headword (normalized/stripped):
μειδιαστικος
IDX:
55238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55239
Key:

Data

{'content': 'conducive to smiling'}