Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεθυτρόφος
μεθυχάρμων
μεθύω
Μεθώνη
μειαγωγέω
μειαγωγός
μείγνυμι
μειδάμων
μειδάω
μείδημα
μειδίαμα
Μειδίας
μειδιαστικός
μειζονάκις
μειζονία
μειζονότης
μείλγμα
μείλια
μείλιγμα
μειλικτήριος
μειλικτός
View word page
μειδίαμα
a smile

ShortDef

a smile

Debugging

Headword:
μειδίαμα
Headword (normalized):
μειδίαμα
Headword (normalized/stripped):
μειδιαμα
IDX:
55236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55237
Key:

Data

{'content': 'a smile'}