Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεθυσφαλέω
μεθυσφαλής
μεθυτρόφος
μεθυχάρμων
μεθύω
Μεθώνη
μειαγωγέω
μειαγωγός
μείγνυμι
μειδάμων
μειδάω
μείδημα
μειδίαμα
Μειδίας
μειδιαστικός
μειζονάκις
μειζονία
μειζονότης
μείλγμα
μείλια
μείλιγμα
View word page
μειδάω
to smile

ShortDef

to smile

Debugging

Headword:
μειδάω
Headword (normalized):
μειδάω
Headword (normalized/stripped):
μειδαω
IDX:
55234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55235
Key:

Data

{'content': 'to smile'}