Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεθυστικός
μεθυσφαλέω
μεθυσφαλής
μεθυτρόφος
μεθυχάρμων
μεθύω
Μεθώνη
μειαγωγέω
μειαγωγός
μείγνυμι
μειδάμων
μειδάω
μείδημα
μειδίαμα
Μειδίας
μειδιαστικός
μειζονάκις
μειζονία
μειζονότης
μείλγμα
μείλια
View word page
μειδάμων
smiling
ShortDef
smiling
Debugging
Headword:
μειδάμων
Headword (normalized):
μειδάμων
Headword (normalized/stripped):
μειδαμων
IDX:
55233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55234
Key:
Data
{'content': 'smiling'}