Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεθυστής
μεθυστικός
μεθυσφαλέω
μεθυσφαλής
μεθυτρόφος
μεθυχάρμων
μεθύω
Μεθώνη
μειαγωγέω
μειαγωγός
μείγνυμι
μειδάμων
μειδάω
μείδημα
μειδίαμα
Μειδίας
μειδιαστικός
μειζονάκις
μειζονία
μειζονότης
μείλγμα
View word page
μείγνυμι
to mix, mix up, mingle, properly of liquids

ShortDef

to mix, mix up, mingle, properly of liquids

Debugging

Headword:
μείγνυμι
Headword (normalized):
μείγνυμι
Headword (normalized/stripped):
μειγνυμι
IDX:
55232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55233
Key:

Data

{'content': 'to mix, mix up, mingle, properly of liquids'}