Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναγκοτροφέω
ἀναγκοφαγέω
ἀναγκοφαγία
ἀναγκοφορέω
ἀνάγκυλος
ἀναγλυκαίνω
ἀναγλυφή
ἀνάγλυφος
ἀναγλύφω
ἀναγνάμπτω
ἀναγνεία
ἀνάγνιστος
ἄναγνος
ἀναγνωρίζω
ἀναγνώρισις
ἀναγνώρισμα
ἀναγνωρισμός
ἀναγνωριστικός
ἀναγνωσείω
ἀνάγνωσις
ἀνάγνωσμα
View word page
ἀναγνεία
abominable wickedness

ShortDef

abominable wickedness

Debugging

Headword:
ἀναγνεία
Headword (normalized):
ἀναγνεία
Headword (normalized/stripped):
αναγνεια
IDX:
5522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5523
Key:

Data

{'content': 'abominable wickedness'}