Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μέθυσος
μεθυσοχάρυβδις
μεθυστάς
μεθύστερος
μεθυστής
μεθυστικός
μεθυσφαλέω
μεθυσφαλής
μεθυτρόφος
μεθυχάρμων
μεθύω
Μεθώνη
μειαγωγέω
μειαγωγός
μείγνυμι
μειδάμων
μειδάω
μείδημα
μειδίαμα
Μειδίας
μειδιαστικός
View word page
μεθύω
to be drunken with wine

ShortDef

to be drunken with wine

Debugging

Headword:
μεθύω
Headword (normalized):
μεθύω
Headword (normalized/stripped):
μεθυω
IDX:
55228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55229
Key:

Data

{'content': 'to be drunken with wine'}