Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεθύσκω
μέθυσμα
μεθυσοκότταβος
μέθυσος
μεθυσοχάρυβδις
μεθυστάς
μεθύστερος
μεθυστής
μεθυστικός
μεθυσφαλέω
μεθυσφαλής
μεθυτρόφος
μεθυχάρμων
μεθύω
Μεθώνη
μειαγωγέω
μειαγωγός
μείγνυμι
μειδάμων
μειδάω
μείδημα
View word page
μεθυσφαλής
reeling-drunk
ShortDef
reeling-drunk
Debugging
Headword:
μεθυσφαλής
Headword (normalized):
μεθυσφαλής
Headword (normalized/stripped):
μεθυσφαλης
IDX:
55225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55226
Key:
Data
{'content': 'reeling-drunk'}