Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μέθυσις
μεθύσκω
μέθυσμα
μεθυσοκότταβος
μέθυσος
μεθυσοχάρυβδις
μεθυστάς
μεθύστερος
μεθυστής
μεθυστικός
μεθυσφαλέω
μεθυσφαλής
μεθυτρόφος
μεθυχάρμων
μεθύω
Μεθώνη
μειαγωγέω
μειαγωγός
μείγνυμι
μειδάμων
μειδάω
View word page
μεθυσφαλέω
to be reeling-drunk

ShortDef

to be reeling-drunk

Debugging

Headword:
μεθυσφαλέω
Headword (normalized):
μεθυσφαλέω
Headword (normalized/stripped):
μεθυσφαλεω
IDX:
55224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55225
Key:

Data

{'content': 'to be reeling-drunk'}