Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεθυποχώρησις
μέθυσις
μεθύσκω
μέθυσμα
μεθυσοκότταβος
μέθυσος
μεθυσοχάρυβδις
μεθυστάς
μεθύστερος
μεθυστής
μεθυστικός
μεθυσφαλέω
μεθυσφαλής
μεθυτρόφος
μεθυχάρμων
μεθύω
Μεθώνη
μειαγωγέω
μειαγωγός
μείγνυμι
μειδάμων
View word page
μεθυστικός
intoxicating
ShortDef
intoxicating
Debugging
Headword:
μεθυστικός
Headword (normalized):
μεθυστικός
Headword (normalized/stripped):
μεθυστικος
IDX:
55223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55224
Key:
Data
{'content': 'intoxicating'}