Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεθυπλήξ
μεθυποδέομαι
μεθυπόστρωσις
μεθυποχώρησις
μέθυσις
μεθύσκω
μέθυσμα
μεθυσοκότταβος
μέθυσος
μεθυσοχάρυβδις
μεθυστάς
μεθύστερος
μεθυστής
μεθυστικός
μεθυσφαλέω
μεθυσφαλής
μεθυτρόφος
μεθυχάρμων
μεθύω
Μεθώνη
μειαγωγέω
View word page
μεθυστάς
drunken
ShortDef
drunken
Debugging
Headword:
μεθυστάς
Headword (normalized):
μεθυστάς
Headword (normalized/stripped):
μεθυστας
IDX:
55220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55221
Key:
Data
{'content': 'drunken'}