Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεθυπερβατῶς
μεθυπῖδαξ
μεθυπλήξ
μεθυποδέομαι
μεθυπόστρωσις
μεθυποχώρησις
μέθυσις
μεθύσκω
μέθυσμα
μεθυσοκότταβος
μέθυσος
μεθυσοχάρυβδις
μεθυστάς
μεθύστερος
μεθυστής
μεθυστικός
μεθυσφαλέω
μεθυσφαλής
μεθυτρόφος
μεθυχάρμων
μεθύω
View word page
μέθυσος
drunken
ShortDef
drunken
Debugging
Headword:
μέθυσος
Headword (normalized):
μέθυσος
Headword (normalized/stripped):
μεθυσος
IDX:
55218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55219
Key:
Data
{'content': 'drunken'}