Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεθυδώτης
μεθυμναῖος
μεθυπάρχω
μεθυπερβατῶς
μεθυπῖδαξ
μεθυπλήξ
μεθυποδέομαι
μεθυπόστρωσις
μεθυποχώρησις
μέθυσις
μεθύσκω
μέθυσμα
μεθυσοκότταβος
μέθυσος
μεθυσοχάρυβδις
μεθυστάς
μεθύστερος
μεθυστής
μεθυστικός
μεθυσφαλέω
μεθυσφαλής
View word page
μεθύσκω
to make drunk, intoxicate, inebriate

ShortDef

to make drunk, intoxicate, inebriate

Debugging

Headword:
μεθύσκω
Headword (normalized):
μεθύσκω
Headword (normalized/stripped):
μεθυσκω
IDX:
55215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55216
Key:

Data

{'content': 'to make drunk, intoxicate, inebriate'}