Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μέθυ
μεθυδριάς
Μεθυδριεύς
Μεθύδριον
μεθυδώτης
μεθυμναῖος
μεθυπάρχω
μεθυπερβατῶς
μεθυπῖδαξ
μεθυπλήξ
μεθυποδέομαι
μεθυπόστρωσις
μεθυποχώρησις
μέθυσις
μεθύσκω
μέθυσμα
μεθυσοκότταβος
μέθυσος
μεθυσοχάρυβδις
μεθυστάς
μεθύστερος
View word page
μεθυποδέομαι
put on another person's shoes
ShortDef
put on another person's shoes
Debugging
Headword:
μεθυποδέομαι
Headword (normalized):
μεθυποδέομαι
Headword (normalized/stripped):
μεθυποδεομαι
IDX:
55211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55212
Key:
Data
{'content': "put on another person's shoes"}