Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεθορμίζω
μέθυ
μεθυδριάς
Μεθυδριεύς
Μεθύδριον
μεθυδώτης
μεθυμναῖος
μεθυπάρχω
μεθυπερβατῶς
μεθυπῖδαξ
μεθυπλήξ
μεθυποδέομαι
μεθυπόστρωσις
μεθυποχώρησις
μέθυσις
μεθύσκω
μέθυσμα
μεθυσοκότταβος
μέθυσος
μεθυσοχάρυβδις
μεθυστάς
View word page
μεθυπλήξ
wine-stricken
ShortDef
wine-stricken
Debugging
Headword:
μεθυπλήξ
Headword (normalized):
μεθυπλήξ
Headword (normalized/stripped):
μεθυπληξ
IDX:
55210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55211
Key:
Data
{'content': 'wine-stricken'}