Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μέθοδος
μεθολκή
μεθομήρεος
μεθομιλέω
μεθομοίωσις
μεθόπωρον
μεθορίζω
μεθόριος
μεθορκόω
μεθορμάομαι
μεθορμίζω
μέθυ
μεθυδριάς
Μεθυδριεύς
Μεθύδριον
μεθυδώτης
μεθυμναῖος
μεθυπάρχω
μεθυπερβατῶς
μεθυπῖδαξ
μεθυπλήξ
View word page
μεθορμίζω
to remove from one anchorage to another

ShortDef

to remove from one anchorage to another

Debugging

Headword:
μεθορμίζω
Headword (normalized):
μεθορμίζω
Headword (normalized/stripped):
μεθορμιζω
IDX:
55200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55201
Key:

Data

{'content': 'to remove from one anchorage to another'}