Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεθοδικός
μέθοδος
μεθολκή
μεθομήρεος
μεθομιλέω
μεθομοίωσις
μεθόπωρον
μεθορίζω
μεθόριος
μεθορκόω
μεθορμάομαι
μεθορμίζω
μέθυ
μεθυδριάς
Μεθυδριεύς
Μεθύδριον
μεθυδώτης
μεθυμναῖος
μεθυπάρχω
μεθυπερβατῶς
μεθυπῖδαξ
View word page
μεθορμάομαι
to rush in pursuit of, make a dash at
ShortDef
to rush in pursuit of, make a dash at
Debugging
Headword:
μεθορμάομαι
Headword (normalized):
μεθορμάομαι
Headword (normalized/stripped):
μεθορμαομαι
IDX:
55199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55200
Key:
Data
{'content': 'to rush in pursuit of, make a dash at'}