Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεθοδηγέω
μεθοδικός
μέθοδος
μεθολκή
μεθομήρεος
μεθομιλέω
μεθομοίωσις
μεθόπωρον
μεθορίζω
μεθόριος
μεθορκόω
μεθορμάομαι
μεθορμίζω
μέθυ
μεθυδριάς
Μεθυδριεύς
Μεθύδριον
μεθυδώτης
μεθυμναῖος
μεθυπάρχω
μεθυπερβατῶς
View word page
μεθορκόω
bind by a new oath

ShortDef

bind by a new oath

Debugging

Headword:
μεθορκόω
Headword (normalized):
μεθορκόω
Headword (normalized/stripped):
μεθορκοω
IDX:
55198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55199
Key:

Data

{'content': 'bind by a new oath'}