Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεθοδευτικός
μεθοδεύω
μεθοδηγέω
μεθοδικός
μέθοδος
μεθολκή
μεθομήρεος
μεθομιλέω
μεθομοίωσις
μεθόπωρον
μεθορίζω
μεθόριος
μεθορκόω
μεθορμάομαι
μεθορμίζω
μέθυ
μεθυδριάς
Μεθυδριεύς
Μεθύδριον
μεθυδώτης
μεθυμναῖος
View word page
μεθορίζω
determino

ShortDef

determino

Debugging

Headword:
μεθορίζω
Headword (normalized):
μεθορίζω
Headword (normalized/stripped):
μεθοριζω
IDX:
55196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55197
Key:

Data

{'content': 'determino'}