Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεθοδευτέον
μεθοδευτής
μεθοδευτικός
μεθοδεύω
μεθοδηγέω
μεθοδικός
μέθοδος
μεθολκή
μεθομήρεος
μεθομιλέω
μεθομοίωσις
μεθόπωρον
μεθορίζω
μεθόριος
μεθορκόω
μεθορμάομαι
μεθορμίζω
μέθυ
μεθυδριάς
Μεθυδριεύς
Μεθύδριον
View word page
μεθομοίωσις
transformation

ShortDef

transformation

Debugging

Headword:
μεθομοίωσις
Headword (normalized):
μεθομοίωσις
Headword (normalized/stripped):
μεθομοιωσις
IDX:
55194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55195
Key:

Data

{'content': 'transformation'}