Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεθόδευμα
μεθοδευτέον
μεθοδευτής
μεθοδευτικός
μεθοδεύω
μεθοδηγέω
μεθοδικός
μέθοδος
μεθολκή
μεθομήρεος
μεθομιλέω
μεθομοίωσις
μεθόπωρον
μεθορίζω
μεθόριος
μεθορκόω
μεθορμάομαι
μεθορμίζω
μέθυ
μεθυδριάς
Μεθυδριεύς
View word page
μεθομιλέω
to hold converse with

ShortDef

to hold converse with

Debugging

Headword:
μεθομιλέω
Headword (normalized):
μεθομιλέω
Headword (normalized/stripped):
μεθομιλεω
IDX:
55193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55194
Key:

Data

{'content': 'to hold converse with'}