Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεθοδεία
μεθόδευμα
μεθοδευτέον
μεθοδευτής
μεθοδευτικός
μεθοδεύω
μεθοδηγέω
μεθοδικός
μέθοδος
μεθολκή
μεθομήρεος
μεθομιλέω
μεθομοίωσις
μεθόπωρον
μεθορίζω
μεθόριος
μεθορκόω
μεθορμάομαι
μεθορμίζω
μέθυ
μεθυδριάς
View word page
μεθομήρεος
companion

ShortDef

companion

Debugging

Headword:
μεθομήρεος
Headword (normalized):
μεθομήρεος
Headword (normalized/stripped):
μεθομηρεος
IDX:
55192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55193
Key:

Data

{'content': 'companion'}