Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεθό
μεθοδεία
μεθόδευμα
μεθοδευτέον
μεθοδευτής
μεθοδευτικός
μεθοδεύω
μεθοδηγέω
μεθοδικός
μέθοδος
μεθολκή
μεθομήρεος
μεθομιλέω
μεθομοίωσις
μεθόπωρον
μεθορίζω
μεθόριος
μεθορκόω
μεθορμάομαι
μεθορμίζω
μέθυ
View word page
μεθολκή
diversion, distraction

ShortDef

diversion, distraction

Debugging

Headword:
μεθολκή
Headword (normalized):
μεθολκή
Headword (normalized/stripped):
μεθολκη
IDX:
55191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55192
Key:

Data

{'content': 'diversion, distraction'}