Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεθίστημι
μεθό
μεθοδεία
μεθόδευμα
μεθοδευτέον
μεθοδευτής
μεθοδευτικός
μεθοδεύω
μεθοδηγέω
μεθοδικός
μέθοδος
μεθολκή
μεθομήρεος
μεθομιλέω
μεθομοίωσις
μεθόπωρον
μεθορίζω
μεθόριος
μεθορκόω
μεθορμάομαι
μεθορμίζω
View word page
μέθοδος
a following after, pursuit
ShortDef
a following after, pursuit
Debugging
Headword:
μέθοδος
Headword (normalized):
μέθοδος
Headword (normalized/stripped):
μεθοδος
IDX:
55190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55191
Key:
Data
{'content': 'a following after, pursuit'}