Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεθιππεύω
μεθίπταμαι
μεθίστημι
μεθό
μεθοδεία
μεθόδευμα
μεθοδευτέον
μεθοδευτής
μεθοδευτικός
μεθοδεύω
μεθοδηγέω
μεθοδικός
μέθοδος
μεθολκή
μεθομήρεος
μεθομιλέω
μεθομοίωσις
μεθόπωρον
μεθορίζω
μεθόριος
μεθορκόω
View word page
μεθοδηγέω
to lead another way

ShortDef

to lead another way

Debugging

Headword:
μεθοδηγέω
Headword (normalized):
μεθοδηγέω
Headword (normalized/stripped):
μεθοδηγεω
IDX:
55188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55189
Key:

Data

{'content': 'to lead another way'}