Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεθιδρύω
μεθιζάνω
μεθίημι
μεθιππεύω
μεθίπταμαι
μεθίστημι
μεθό
μεθοδεία
μεθόδευμα
μεθοδευτέον
μεθοδευτής
μεθοδευτικός
μεθοδεύω
μεθοδηγέω
μεθοδικός
μέθοδος
μεθολκή
μεθομήρεος
μεθομιλέω
μεθομοίωσις
μεθόπωρον
View word page
μεθοδευτής
one who goes to work by rule

ShortDef

one who goes to work by rule

Debugging

Headword:
μεθοδευτής
Headword (normalized):
μεθοδευτής
Headword (normalized/stripped):
μεθοδευτης
IDX:
55185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55186
Key:

Data

{'content': 'one who goes to work by rule'}