Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεθίδρυσις
μεθιδρύω
μεθιζάνω
μεθίημι
μεθιππεύω
μεθίπταμαι
μεθίστημι
μεθό
μεθοδεία
μεθόδευμα
μεθοδευτέον
μεθοδευτής
μεθοδευτικός
μεθοδεύω
μεθοδηγέω
μεθοδικός
μέθοδος
μεθολκή
μεθομήρεος
μεθομιλέω
μεθομοίωσις
View word page
μεθοδευτέον
one must conduct

ShortDef

one must conduct

Debugging

Headword:
μεθοδευτέον
Headword (normalized):
μεθοδευτέον
Headword (normalized/stripped):
μεθοδευτεον
IDX:
55184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55185
Key:

Data

{'content': 'one must conduct'}